- λεχεποίης
- λεχε-ποίης (λέχος, ποίη): with grassy bed (of a river); grassy (of towns), Il. 4.383, Il. 2.697.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
λεχεποίης — λεχεποίης, ό, θηλ. λεχεποίη (Α) αυτός που έχει άφθονη χλόη για την κατασκευή στρωμάτων (α. «Ἄσωπον δ ἵκοντο βαθύσχοινον λεχεποίην», Ομ. Ιλ. β. «ἀγχίαλόν τ Ἀντρῶνα ἰδὲ Πτελεὸν λεχεποίην», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λεχεσ ποίης < λέχος + ποιῶ] … Dictionary of Greek
λεχεποίης — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem gen sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc nom sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λέχος — λέχος, τὸ (Α) 1. ανάκλιντρο, κλίνη, κρεβάτι («Ζεὺς δὲ πρὸς ὃν λέχος ἤι», Ομ. Ιλ.) 2. συζυγική κλίνη και, κατ επέκταση, ο γάμος (α. «λέχος δ ᾔσχυνε», Ομ. Οδ. β. «ἰὼ λέχος καὶ στίβοι φιλάνορες», Αισχύλ) 3. η σύζυγος («λέχος γαμήλιον», Αριστοφ.) 4.… … Dictionary of Greek
λεχεποίην — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem acc sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχεποίῃ — λεχεποίη grown with grass fit to make a bed fem dat sg (epic ionic) λεχεποίης grown with grass fit to make a bed masc dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)